μισοῦμαι — μῑσοῦμαι , μισέω hate pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλομισούμαι — ( έομαι) και μισιέμαι μισούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν μισώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + μισώ ( ούμαι, ιέμαι)] … Dictionary of Greek
απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή … Dictionary of Greek
εχθίζομαι — ἐχθίζομαι (Μ) [έχθος] 1. μισούμαι, είμαι ή γίνομαι μισητός 2. (κατά τον Φώτ.) «κακυνόμεθα, ἐχθραινόμεθα ἤ ἐχθροὺς παρασκευάζομεν» 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθισμένος, η, ον μισητός … Dictionary of Greek
εχθαίρω — (Α ἐχθαίρω) εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ. β. «ἵν ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παθ. εχθαίρομαι είμαι μισητός, μισούμαι (α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ. «ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῡ», Σοφ.) 2. (για πράγματα,… … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek